Ο σπόρος και το ξέφωτο.
Το ταξίδι μου δεν είχε προορισμό. Για αυτό περπατούσα
συνεχώς μέχρι να βρω κάτι που δεν έχω ξαναδεί.
Κάποια στιγμή, μετα από μέρες έφτασα σε ένα μαγικό
ξέφωτο. Ήταν ένα μικρό κρυφό οροπέδιο που δεν μπορούσε κάνεις να το δει από μακριά.
Η μόνη πλευρά που κάποιος να μπορεί να το πλησιάσει ήταν καλυμμένη από άκρη σε άκρη
με πλατιές πυκνές και ψηλές θημωνιές που σαν κάποιος λες και τις έχει φυτέψει εκεί
για να μην μπορεί κανείς, ζώο η άνθρωπος να πλησιάσει . Προστασία. Ναι. Ο μονός
λόγος που μπόρεσα να βρεθώ εκεί ήταν γιατί εκείνο με κάλεσε. Στα δεξιά , από τους
βράχους που υψώνονταν και το προστάτευαν από τον βορειά ανάβλυζε νερό. Μια μικρή
πηγή που ήταν τόσο όσο ,ώστε να σχηματιστεί ένα ποταμάκι . Χάριν σε αυτό, ένα ψηλό
όμορφο καταπράσινο και πυκνό πλατάνι είχε φυτρώσει .Ήταν στο καλύτερο σημείο. Μεγαλωμένο
στην άκρη του οροπεδίου σε σημείο που τίποτα δε του έκοβε την θέα λες και ήθελε
να μπορεί να παρατηρεί από ψηλά τον κόσμο. Είχε μια κούνια δεμένη σε ένα από τα
χοντρά και δυνατά κλαδιά του. Ένα κομμάτι ξύλο με δυο σκοινιά. Τόσο απλό αλλά φτιαγμένο
με τόση προσοχή και αγάπη που φαινόταν μια αιώνια προσθήκη σε αυτό το μαγικό τοπίο.
Πλησιάζοντας εκεί είδα ένα κορίτσι . Δεν μπορούσα να δω την μορφή της .Ήταν πεσμένη
στα γόνατα έχοντας το πρόσωπο της χωμένο στα χέρια της. Πήρα μια βαθιά ανάσα
και πήγα προς το μέρος της. Όταν έφτασα κοντά συνειδητοποίησα ότι έκλαιγε. Έκλαιγε
σκυμμένη πάνω από ένα πανέμορφο λουλούδι που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί . Φαινόταν
μόλις να έχει ανθήσει . Είχε πέταλα από ένα απροσδιόριστο χρώμα με απόλυτες γραμμές
,σα να τις είχε σχεδιάσει κάποιος με ένα καλοακονισμενο μολύβι. Ο μίσχος του έμοιαζε
πολύ απαλός με την υγρασία να τον χαϊδεύει και συνάμα δυνατός αρκετά ώστε να μη
μπορεί κανείς να τον κόψει εύκολα. Στην βάση του ήταν πολλά πεσμένα αγκάθια που
δεν μπορούσα να καταλάβω πως βρέθηκαν εκεί. Έμοιαζαν παράταιρα με ολόκληρο το τοπίο
.Σκληρά , αιχμηρά και με ένα παράξενο σκούρο χρώμα. Η περιέργεια μου θέριεψε. Γιατί
να είναι τόσο θλιμμένη πάνω από ένα τόσο ξεχωριστό άνθος ;
-Είσαι καλά; Την ρώτησα.
Σαν τότε μόνο να κατάλαβε ότι κάποιος άλλος πέρα
από εκείνη βρισκόταν εκεί γύρισε και με κοίταξε με έκπληξη που γρήγορα όμως υποχώρησε
και ξαναφόρεσε την θλίψη. Ήταν πολύ όμορφη . Με μάτια που φαινόταν να είχαν μια
μοναδική καθαρότητα και λάμψη .Λάμψη που τους την είχε στερήσει η στεναχώρια. Ακόμα
κι έτσι όμως ήταν ορατή η προ υπάρχουσα δύναμη τους. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος
της και απάντησε στην ερώτηση μου.
--Όχι. Μου είπε. Γνέφοντας παράλληλα αρνητικά.
-Τι έγινε; Γιατί κλαις;
--Κάτσε. Απάντησε. Ακούμπησα τα πράγματα μου
στο έδαφος και ανταποκρίθηκα στην παράκληση.
Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα
σκούπισε τα μάτια της και ξεκίνησε.
--Κάποτε βρήκα έναν σπόρο
που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο που είχα δει μέχρι τότε. Ήταν σκληρός με αγκάθια
σαν ήταν οπλισμένος απέναντι σε οποιονδήποτε ήθελε να τον αγγίξει. Εγώ όμως με
τον που τον είδα πίστεψα ότι για να προστατεύει τόσο πολύ το περιεχόμενο του πρέπει
να είναι πολύ όμορφο. Και έσκυψα να τον μαζέψω με σκοπό να τον φέρω εδώ, στο πιο μοναδικό
σημείο του κόσμου για μένα για να τον φυτέψω. Όταν τον κράτησα στα χέρια μου είδα ότι ήταν
αρκετά βαρύς .Τα αγκάθια του με έγδαραν αλλά παράλληλα μου έδινε μια πανέμορφη
αίσθηση και ανέβλυζε μια μυρωδιά μαγική που δεν είχα ξαναμυρίσει. Εκείνη την στιγμή
σε ένα κλαδί στο διπλανό δέντρο φτερούγισε ένας λευκός κόρακας. «Πρόσεχε» . Μου
είπε. «Ο σπόρος για να ανθήσει, νερό δε ζητάει. Τα αγκάθια του φεύγουν μόνο με αίμα
και κόπο . Ότι κρατάς στα χέρια σου αμφικοπο ξιφος που χαδια ζητά για να μεγαλώσει.»
Και πέταξε μακριά .
Κι έτσι πήρα τον σπόρο και τον έφερα εδώ.
Στο μικρό, δικό μου προσωπικό καταφύγιο. Φύτεψα τις θημωνιές για να μην αφήσω ποτέ
κανένα να πλησιάσει και να του κάνει κακό και στην συνέχεια τον φύτεψα στο πιο όμορφο
σημείο, εδώ δίπλα από τον πλάτανο για να μοιράζεται και εκείνος τις ομορφιές
που χαζεύει αυτό το μεγάλο δέντρο. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα τον χάιδευα απαλά με
το χέρι μου. Τα αγκάθια του με πλήγωναν αλλά δε με ένοιαζε. Και καθώς μεγάλωνε με
πλήγωναν κι άλλο αλλά δε με ένοιαζε. Τον χειμώνα για να μην τον κάψει το ψύχος
τον αγκάλιασα σφικτά και εκείνος άρχισε να βγάζει μια ακόμα πιο όμορφη μυρωδιά σα
να μου λέει «Ευχαριστώ, μείνε εδώ και συνέχισε να με κρατάς ασφαλή!». Αλλά και
τα αγκάθια του μεγάλωναν. Και μαζί με αυτά και οι πληγές μου.
Και τότε κατέβασε τα χέρια
της και είδα τις πληγές της. Κάποιες βαθιές, παλιές , κλειστές που έχουν όμως αφήσει
σημάδια, κάποιες νέες με το αίμα φρέσκο επάνω τους. Σκούπισε τα δάκρυα της και συνέχισε
την ιστορίας της.
--Ο χειμώνας πέρασε και εκείνος
είχε μεγαλώσει πολύ και φαινόταν να προσπαθεί να ανθήσει. Αλλά δε το έκανε. Ακόμα
και έτσι εγώ δεν το άφησα. Μόνο που δεν μπορούσα να συγκρατήσω άλλο τον πόνο
και ξεκίνησαν δάκρυα να βγαίνουν από τα μάτια μου . Και οι μέρες περνούσαν. Κάποια
στιγμή ,τα δάκρυα και ο πόνος με εξάντλησαν και σκέφτηκα ότι ίσως δεν μπορώ να
τον κάνω να ανθήσει. Σκέφτηκα να φύγω. Να τον αφήσω να είναι όπως αυτό έχει επιλέξει.
Εκείνος σα να διαισθάνθηκε τον πόνο μου άνοιξε λίγο ακόμα και είδα για πρώτη φορά
το χρώμα από τα πέταλα του. Αλλά τα αγκάθια του εκεί. Σκληρά και αιχμηρά. Βρήκα
ξανά την δύναμη να συνεχίσω να τον κρατώ, να τον χαϊδεύω και να τον προσέχω.
Και οι μέρες πέρασαν. Κι ο πόνος μεγάλωνε. Το ίδιο και οι πληγές.
Η εξάντληση και ο πόνος με κέρδισαν και χωρίς
να το καταλάβω ξάπλωσα με τον πρόσωπο μου δίπλα του άδεια από δυνάμεις και κοιμήθηκα.
Και τότε, τα δάκρυα μου έπεσαν πάνω στο σκληρό του κέλυφος και με ένα ξαφνικό τριγμό
έσπασε. Το κομμάτια του έπεσαν κάτω και άνθησε. Εγώ ξύπνησα από αυτό τον ήχο τρομαγμένη.
Και τότε το είδα . Είδα τους καρπούς της προσπάθειας μου. Όλα τα αγκάθια σκούρα
από το αίμα των χεριών μου ,είχαν πέσει στο έδαφος. Τα πέταλα του βρήκαν την δύναμη
μέσα από τα δάκρυα μου και έσπασαν το κέλυφος που τα κράταγε. Ξεδίπλωσαν δυνατά
και όμορφα .Τότε το λουλούδι μου, μου ψιθύρισε «Ευχαριστώ! Άνθησα χάριν σε εσένα.
Λυπάμαι για τις πληγές σου. Αγκάλιασε με ξανά και θα τις θεραπεύσω όλες.»
Εκεί σταμάτησε να μιλάει
και ξέσπασε σε λυγμούς.
-Τότε γιατί συνεχίζεις να κλαις; Γιατί είσαι τόσο θλιμμένη;
-- Γιατί φοβάμαι να το πλησιάσω πια.
Δεν μου έχει μείνει δύναμη να κάνω καν την κίνηση. Ο πόνος και η αναμονή μου στέρησαν
από μέσα μου όλη την πίστη και με άδειασαν από κάθε δύναμη. Δεν ξέρω αν ικανό καν,
να κλείσει όλες αυτές της πληγές και φοβάμαι να το μάθω.
Και είδα την κούραση στα
μάτια της. Αυτά τα κάποτε λαμπερά μάτια είχαν πλέον αδειάσει. Και δεν μπορούσα
να πω με σιγουριά πλέον αν είχε μείνει κάποια δύναμη μέσα τους. Ούτε και εκείνη
ήξερε. Φόβος.
Και τότε ένα τρίξιμο ακούστηκε.
Όταν το λουλούδι την άκουσε
να λέει αυτά τα πράγματα ,έβαλε όση δύναμη είχε και με μανία έσπασε τις βαθιές
του ρίζες και κουνήθηκε λίγο μακριά από εκείνη , προς τον γκρεμό. «Θέλει να πέσει!»
σκέφτηκα και ο πανικός με κυρίευσε. Το ίδιο ξαφνικά όμως άλλαξε ξανά κατεύθυνση
και αυτή τη φορά κινήθηκε προς το μέρος της. Σαν η προηγουμένη κίνηση προς τον γκρεμό
ήταν για να πάρει φόρα. «Δεν πειράζει που δεν μπορείς. Εγώ φταίω για τις πληγές
σου. Θα έρθω εγώ σε εσένα . Είναι σειρά μου μου να σε κάνω να ανθήσεις και πάλι
.Θα σε αγκαλιάσω μέχρι να μην έχεις πια πληγές και να σου δώσω όσα με τόση αγάπη
μου χάρισες.» Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι υπήρχε τόσο δυνατός ψίθυρος. Και ο ήχος από
τις ρίζες που έσπαζαν ακουστήκαν και πάλι και μαζί με αυτό τον θόρυβο το λουλούδι
κουνήθηκε λίγο ακόμα προς το μέρος της αγωνιώντας να την φτάσει. Εκείνη στεκόταν
εκεί. Σαν τα λόγια του να ήταν ανίκανα να την αγγίξουν. Ακόμα χαμένη μέσα στο κενό
και τους λυγμούς. Και εκείνο συνέχισε σπάζοντας ρίζες με περισσότερο πείσμα περνώντας
μέσα από τα δικά του πεσμένα αγκάθια που
τώρα πλήγωναν εκείνο. Γιατί δεν χρειαζόταν τις ρίζες του για να υπάρχει. Ήξερε
τι χρειάζεται. Και πίστευε σε αυτό. Και προς εκείνη την κατεύθυνση πήγαινε.
Κάπου εκεί δεν άντεξα άλλο. Σηκώθηκα πήρα το
σακίδιο μου και έστρεψα το βλέμμα μου και τα βήματα μου προς της θημωνιές. Χωρίς
να κοιτάξω πίσω. Ήταν κάτι μόνο για τα δικά τους μάτια. Θα ξαναέρθω όμως. Θα επιστρέψω.
Και τότε , θα είναι δυο τα ανθισμένα λουλούδια. Και αντί για αγκάθια στο έδαφος
θα έχει μόνο μαγεία ,γαλήνη και χαρά. Έχω πίστη.
Υπέροχο .!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο με εικόνες και συναισθήματα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή