Ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να ξεχάσει.
Ήλιος ,φεγγάρι και πάλι ήλιος. Ο χρόνος όταν είσαι στο
βουνό δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει είναι οι μυρωδιές που σου χαρίζει
το χώμα και τα χρώματα που σου φέρνει κάθε φορά η διαφορετική διάθεση του φωτός.
Σχεδόν χαμένος μέσα
στον χρόνο κάποια στιγμή βρέθηκα σε μια διχάλα με μια ταμπέλα στην μέση. «Φυλακή»
στραμμένο προς την μια πλευρά και από την άλλη απλά ένα βέλος . Όπως είναι φυσικό
για εμένα ,θέλοντας να μάθω τι μπορεί να βρισκόταν φυλακισμένο πάνω σε ένα βουνό
,σε μέρος που έφτανες μόνο από τύχη, διάλεξα την ατραπό που εγγυόταν στέρηση
της ελευθερίας. Λίγες δεκάδες βήματα αργότερα ένας λάκκος φανερώθηκε μπροστά
μου. Ήταν δεν ήταν τρία – τέσσερα μέτρα σε ύψος και σε σημεία υπήρχαν διάσπαρτες
ενδιάμεσες μικρές προεξοχές σαν σκαλοπάτια ,όλες στην ιδιά απόσταση από το έδαφος.
Πάνω από τον λάκκο υπήρχε ένα μικρό αλλά φαρδύ πέτρινο τείχος . Έστεκε εκεί , όρθιο μόνο του σαν ένα κομμάτι κάποιου κάποτε επιβλητικού οχυρού. Στην κορυφή του καθισμένη
κοιτώντας προς την δύση με χαιρέτισε καλωσορίζοντας
με, μια χαμογελαστή μειλίχια μορφή ενώ ταυτόχρονα ανακάτευε τον ,αν κρίνω από
την ευπρόσδεκτη μυρωδιά , καφέ του, που έφτιαχνε σε μια μικρή αυτοσχέδια
εστία. Ήταν ένας άντρας. Ούτε πολύ μικρός αλλά ούτε και αρκετά μεγάλος. Ρούχα καθαρά
και όσο πρέπει φθαρμένα για να μαρτυρούν έναν κοσμογυρισμένο ταξιδιώτη. Δίπλα
του ένας υπνόσακος και μια μικρή ταχυδρομική τσάντα. Ένας γάτος ξάπλωνε πλάι
του ,που αν κρίνω από την οικειότητα που εξέπεμπε, ήταν ο συνταξιδιώτης του. Η εικόνα
αυτή ανέβλυζε ηρεμία ,με τις κατάλληλες δόσεις ευτυχίας και ελευθερίας. Ακριβώς
αυτό που δεν περίμενες να δεις σε ένα μέρος που καθορίζεται ως φυλακή.
Δέκα βήματα ακόμα και φάνηκε το πρώτο σημάδι που έδειχνε
να συνάδει με τα γραφόμενα του δρομοδείκτη. Με πέτρες από τους ηττημένους από
τον χρόνο συντρόφους του τείχους και πίσω από κάτι θάμνους ,είχε φτιαχτεί ένα κελί.
Όταν έφτασα σε
αυτό είδα μέσα μια σκυφτή φιγούρα να με κοιτάζει με ένα μίγμα ενόχλησης και φόβου.
- Γεια χαρά ! Χαιρέτισα.
--Γεια σου και καλό δρόμο.
Πήρα σαν απάντηση.
Τότε φάνηκε καθαρά το παραιτημένο κουρασμένο πρόσωπο ενός ανθρώπου που από την μοναξιά
που βίωνε η ηλικία του πλέον δεν μπορούσε να προσδιοριστεί.
- Γιατί είσαι εδώ;
--Για τον ίδιο λόγω που βρίσκονται όλοι σε μια φυλακή.
Για να μην έχουν επαφή με τον έξω κόσμο. Αποκρίθηκε με κινηκό ύφος.
- Είσαι καιρό εδώ;
-- Από παιδί.
-Θέλεις να σε βοηθήσω να βγεις; Ρώτησα καθώς εξέταζα
τις πέτρες γύρω μου για να βρω μια ικανή να σπάσει την παλιά κλειδαριά
--Όχι ανόητε!! Αναφώνησε ο φυλακισμένος .” Μονός μου μπήκα
εδώ. Κλείδωσα και πέταξα το κλειδί όσο πιο μακριά μπορούσα.”
-Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;
--Για να εξασφαλίσω ότι ακόμα κι αν μπω στον πειρασμό
να βγω έξω ,δεν θα μπορώ να το κάνω.
- Όχι δεν εννοώ αυτό! Γιατί να κλειστείς μονός εκεί μέσα;
Τι το τόσο κακό έκανες ώστε να αυτοτιμωρηθείς τόσο;
--Τα κελιά, ενοχλητικέ μου φίλε, έχουν δυο σκοπούς. Ο ένας
είναι να κρατάνε εσένα μακριά από τους άλλους ,μα ο έτερος είναι να κρατάνε τους άλλους
μακριά από εσένα. Εγώ είμαι εδώ για το δεύτερο.
Όταν συνειδητοποίησα τι μου είπε μια βαθιά λύπη με διαπέρασε.
Μάλλον αυτό φάνηκε στο πρόσωπο μου γιατί αμέσως ο φυλακισμένος χαμογέλασε.
--Αν σε αυτή τη φυλακή πρέπει να λυπάσαι κάποιον αυτός
είναι εκείνος. Είπε και μου έδειξε προς τον λάκκο ,μια μορφή που δεν την είχα
δει νωρίτερα.
--Εγώ συνειδητά επέλεξα να είμαι εδώ που είμαι. Φύγε τώρα.
Μη μου χαλάς την ησυχία . Σε παρακαλώ.
Χωρίς να μπορώ να πω κάτι γύρισα την πλάτη και τον άφησα
όπως τον βρήκα. Αμίλητο σκυθρωπό και μόνο.
Κατευθύνθηκα προς τον άνθρωπο στον λάκκο. Πλησιάζοντας
είδα ότι εκεί σε μια από τις στενές προεξοχές στεκόταν όρθιος ένας άντρας που βρισκόταν
σε εμφανή ένταση. Όταν πλησίασα κι άλλο κατάλαβα ότι η ένταση τελικά ήταν απόγνωση.
Η προεξοχή απείχε περίπου δυο μέτρα από το έδαφος και άλλα τόσα από την κορυφή
του λάκκου . Αυτός προσπαθούσε με αγωνία να πιαστεί από την άκρη αυτής της κορυφής
ώστε να σκαρφαλώσει επάνω και να βγει από αυτή την ιδιόμορφη φυλακή. Ενώ αρχικά ,με λίγο κόπο και προσπάθεια μου φάνηκε εφικτό , παρατήρησα ότι την προσπάθεια
του αυτή υπέσκαπτε ένας τεράστιος παραγεμισμένος ορειβατικός σάκος που είχε
στην πλάτη. Πλησιάζοντας και αφού είδα τις βαθιές και σίγουρα επώδυνες πληγές
που του είχαν προκαλέσει τα λουριά του σάκου, συνειδητοποίησα και το πόσο βαρύς
ήταν.
-Γεια σου αδερφέ! Του φώναξα και έσκυψα από πάνω του απλώνοντας
το χέρι μου ώστε να τον βοηθήσω να βγει. Καμία απάντηση. Συνέχισε την πανικόβλητη
αλλά μάταιη προσπάθεια του να βγει έξω, με τα μικρά σχεδόν ανύπαρκτα , λόγω του
βάρους του σάκου , άλματα και ταυτόχρονα γαντζώνοντας τα ματωμένα από την επανάληψη
ακροδάχτυλα του στα χωμάτινα τοιχώματα του λάκκου.
-Φίλε, πιάσε το χέρι μου. Αδερφέ!!Φώναξα προσπαθώντας
να τραβήξω την προσοχή του. Με την τελευταία μου προσπάθεια φάνηκε να με είδε. Κοίταξε
πρώτα εμένα και έπειτα το απλωμένο μου χέρι με ένα βλέμμα άγχους, πόνου και έντασης
αλλά και με μια μικρή ελπίδα. Τότε χαμήλωσα κι άλλο και εκείνος κάνοντας μια υπερπροσπάθεια
κατάφερε και έπιασε το χέρι μου. Το βάρος του ήταν τρομακτικό. Προσπάθησα με όση
δύναμη διέθετα να το τραβήξω αλλά μάταια. Τον άφησα μη μπορώντας να αντέξω το βάρος,
και με ένα μικρό παραπάτημα στάθηκε ξανά στην εξοχή.
- Φίλε, πρέπει
να αφήσεις τον σάκο πίσω. Τότε ίσως μπορέσω να σε τραβήξω.
--Αποκλείεται! Μου είπε νομοτελειακά.” Εξάλλου δεν
είναι αυτό το θέμα. Κάτι άλλο φταίει που δεν μπορώ να ανέβω. Απλά δεν μπορώ να βρω
τι είναι αυτό.”
Πως γινόταν να μην βλέπει το πρόβλημα; Πως γινόταν να κουβαλά
όλο αυτό το βάρος μόνιμα στην πλάτη του; Τις πληγές δε τις ένιωθε;
-Τι έχεις εκεί μέσα που είναι τόσο πολύτιμο; Αυτό φάνηκε
στιγμιαία να τον βγάζει από τον πανικό του και να τον προβλημάτισε.
--Πολλά πράγματα. Αρκετά τα θυμάμαι ,άλλα όχι και τόσο
καλά. Κάποια έχουν χαλάσει πέρα από επισκευή, ορισμένα δεν λειτουργούν καθόλου... Αλλά είμαι
σίγουρος πως αν προσπαθήσω αρκετά θα τα φτιάξω. Υπάρχουν κι άλλα που έχουν διαπεράσει
την τσάντα και έχουν καρφωθεί μέσα μου και φοβάμαι τον πόνο που θα προκληθεί αν
τα τραβήξω.
Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που άκουγα. Ήταν πέρα από
κάθε λογική. Η άρνηση που τον διακατείχε να δει την απλή πραγματικότητα και να καταλάβει
ότι αν άφηνε πίσω τον σάκο με τα άχρηστα και χαλασμένα αντικείμενα θα μπορούσε
να κάνει το άλμα προς την ελευθέρια που τόσο ποθούσε, με γέμιζε θλίψη. Όταν το είδε
αυτό ο άνθρωπος με τον σάκο σαν να πυροδότησε την διαύγεια του για λίγο.
--Μην με λυπάσαι . Υπάρχει κάποιος φυλακισμένος εδώ που αξίζει τον οίκτο σου περισσότερο . Εμένα τα δεσμά μου έχουν υπόσταση. Εκείνου όχι. Είπε και έδειξε τον ταξιδιώτη με τον γάτο. Πήγα να αντιδράσω ενστικτωδώς. Πως γίνεται ένας άνθρωπος που εκπέμπει τόση γαληνή και ηρεμία ,που ταξιδεύει ελεύθερα όπου εκείνος θέλει να θεωρείτε φυλακισμένος; Μήπως τελικά δεν ήταν στιγμή διαύγειας αλλά πικρίας; Πριν ανοίξω το στόμα μου όμως παρατήρησα ότι ο καφές που ανακάτευε ο ταξιδιώτης είχε εδώ και ώρα βράσει , κόχλαζε και χυνόταν έξω από το κανάτι. Κι εκείνος συνέχιζε . Ο γάτος γυρνώντας γύρω του και νιαουρίζοντας περίμενε μάταια ένα χάδι που δεν ερχότανε ποτέ. Από το βλέμμα του είχε φύγει η χαρά και η συνειδητή ηρεμία. Ήταν απλανές και με μια απόλυτα κενή θλίψη που δεν είχα ξαναδεί. Το υγρό κάτω μέρος των ματιών του μαρτυρούσε πόνο.
--Τώρα κατάλαβες ; Με ρώτησε με
ένα ύφος , σαν χαιρέκακος δάσκαλος που δίνει μάθημα σε κουτό παιδί. Το βλέμμα
αυτό εξαφανίστηκε αμέσως όμως. “Όταν την φυλακή την κουβαλάς μαζί σου, είπε ακουμπώντας
με το χέρι την αριστερή πλευρά του στήθους του
και μετα με τα δυο δάχτυλα τον κρόταφο του, ποτέ δεν θα είσαι ελεύθερος.
Οπου και να πας..”
Χωρίς να μπορώ να πω κουβέντα σηκώθηκα καθάρισα τα χώματα
από επάνω μου και έφυγα. Τελικά δεν έχουν όλες οι φυλακές σίδερα. Κάποιες φτιάχνονται
από αναμνήσεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου